φλαδιώ

φλαδιώ
-άω, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλαδιᾱν
θλαδιᾱν, μαλάττειν, τύπτειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. φλῶ «σπάω» σχηματισμένος από το θ. -φλα- με οδοντική παρέκταση -σ- (πρβλ. κλά-δ-ος: κλῶ) και ρηματ. κατάλ. -ιῶ / -ιάω, πρβλ. και το ζεύγος θλα-δ-ιῶ: θλῶ (για τη σχέση και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τών ρ. φλῶ, θλῶ, κλῶ, βλ. και λ. φλῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θλαδίας — θλαδίας, ὁ (Α) ευνούχος, αυτός που έχει «εκτεθλασμένους», σπασμένους τους όρχεις, «εκτομίας». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. θλαδίας (< θλώ) και θλαδιώ* πρέπει να σχηματίστηκαν αναλογικά προς το φλαδιώ, παράλληλο τ. τού φλω = θλω (πρβλ. και κλάδος/κλω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”